κριτική για το “Νέριουμ Παρκ” του Josep Maria Miro (Θ.Ο. ριSκο)
Έξοχο ψυχογράφημα με άρτιες ερμηνείες το «Nerium Park».
Είδαμε και σχολιάζουμε.
Η επιτυχημένη πρόσληψη μιας παράστασης από το κοινό, εκδηλώνεται με αλάνθαστα σημάδια: όταν ας πούμε στη διάρκειά της δεν κουνιέται φύλλο… όταν όλα τα μάτια είναι καρφωμένα στη σκηνή και το κορμί στο κάθισμα χωρίς να σαλεύει… όταν το χειροκρότημα ξεσπά αυθόρμητα, έντονα, παρατεταμένα, σε αληθινές και όχι «φτιαχτές» αυλαίες, παρότι εν προκειμένω οι σεμνότατοι ηθοποιοί αρκέστηκαν σε μόλις δεύτερη υπόκλιση, ενώ μπορούσαν να έχουν πολλαπλές… Ο πρόλογος αφορά στην παράσταση «Nerium Park» του Josep Maria Miro από την ομάδα«ριSκο» και σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Οικονόμου, που παρακολουθήσαμε με απόλυτη προσήλωση στο θέατρο Αυλαία…
Θέμα της η ζωή ενός νεαρού ζευγαριού αστών που μόλις αγόρασε διαμέρισμα σε νεόδμητο οικιστικό συγκρότημα εκτός πόλης, το «Nerium Park» -όνομα δανεισμένο από τις πικροδάφνες που το περιστοιχίζουν ή το «στοιχειώνουν»- όντες οι πρώτοι και (τελικά) μόνοι κάτοικοί του. Όλα φαντάζουν ιδανικά… ένα όμορφο καινούργιο σπίτι σε πολυτελές συγκρότημα μακριά από το θόρυβο της πόλης, δύο ερωτευμένοι σύντροφοι με περιζήτητες καριέρες στελεχών σε μεγάλες εταιρείες και με όνειρα για το μέλλον και το παιδί που κυοφορεί η Μάρτα… Μόνο που κάποια στιγμή η επίπλαστη «τελειότητα» των συμβάσεων αρχίζει να ραγίζει… Η απομόνωση στο ερημικό συγκρότημα προκαλεί αδιόρατο φόβο, ενώ το σοκ της απόλυσης για τον Ζεράρ θα λειτουργήσει καταλυτικά για την αλλαγή του, εκδηλώνοντας περίεργες συμπεριφορές με «φανταστικούς» φίλους ή καταστάσεις, που ωστόσο θα συμβάλλουν καθοριστικά στην ανάδειξη των αδιέξοδων και την «αποκρυπτογράφηση» της συντρόφου του, οδηγώντας την εννιάχρονη σχέση τους σε διάλυση και τον ίδιο σε μοιραίο τέλος…
Στην παράσταση που από ένα σημείο και μετά καθηλώνει (+), δεν μπορείς να μη θαυμάσεις το έξοχο κείμενο του Josep Maria Miro, αφενός για τη σύλληψη του θέματος και αφετέρου για την αριστοτεχνική διαχείρισή του, με βαθιά επεξεργασία της ανθρώπινης ψυχολογίας και όχι μόνο! Όπου ξεκινώντας από μια συμβατικότητα, τοποθετημένη έντεχνα μέσα σε ασφαλή (σχεδόν ιδανικά) κοινωνικά πλαίσια – πρότυπα, επέρχονται σταδιακά μικρές «ρωγμές» που αρχίζουν να τα αποδομούν, για να ακολουθήσει με εξαιρετικά δουλεμένη κλιμάκωση, η πλήρης κατάρρευση, τόσο των προτύπων όσο και των ηρώων. Ένα έργο ευφυέστατο που αναδεικνύει με μοναδική μαεστρία το χάος της οικονομικής/κοινωνικής κρίσης και τον τρόπο που επηρεάζει τις ανθρώπινες σχέσεις… που προκαλεί θαυμασμό για τα ευρήματα, την στέρεα δομή, την δυνατή. απρόβλεπτη πλοκή, την εμβάθυνση στους χαρακτήρες… που αγγίζει το ψυχολογικό θρίλερ ως φόρμα, κορυφώνοντας την αγωνία, τις εντάσεις, την τραγικότητα… Δομημένο σε 12 πράξεις – σκηνές, με κάθε μία να «γκρεμίζει» ένα επιπλέον λιθάρι από το αρχικό «ιδανικό» οικοδόμημα, μέχρι την πλήρη «κατεδάφισή» του… Με λίγα λόγια ένα έργο – διαμαντάκι!
Το οποίο ευτύχησε σκηνοθετικά στα χέρια του Βαγγέλη Οικονόμου, καθώς εστίασε στην ένταση του κειμένου, των χαρακτήρων και των ερμηνειών, επιλέγοντας σοφά μια λιτή και ουσιαστική σκηνοθετική γραμμή, χωρίς τίποτα περιττό ή εντυπωσιακό. Παρόμοια έργα με δυνατό περιεχόμενο ουσίας, τα όποια σκηνοθετικά τερτίπια, είτε τα βαραίνουν είτε τα αδικούν, λειτουργώντας ως περιττό φόρτωμα ή ως αντιπερισπασμός. Οπότε βρήκαμε πολύ εύστοχη και πλέον κατάλληλη την επιλογή της λιτότητας, σε ένα έργο που παρασύρει με την εξαιρετική πλοκή του, και όλη η βαρύτητα δόθηκε στην απόδοση συναισθημάτων μέσω των ερμηνειών. Και ειδικότερα στην κορύφωσή τους, καλύπτοντας με άψογο τρόπο – ερμηνευτικά και σκηνικά – μια τεράστια συναισθηματική κλίμακα από το ζενίθ μέχρι το ναδίρ… Όσον αφορά στο δέσιμο των 12 σκηνών, πρακτικά δεν μπορούσαν να αποφευχθούν τα στιγμιαία χάσματα ως νεκροί χρόνοι, καθώς οι ηθοποιοί σε κάθε μία από αυτές άλλαζαν ρούχα. Παρά ταύτα, η μετάβαση γινόταν με ατμοσφαιρικές και σταθερές αλλαγές φωτισμών, καθώς και σταθερή μουσική υπόκρουση, απαλείφοντας σχεδόν το αναπόφευκτο μειονέκτημα. Με δυνατότερο στοιχείο της σκηνοθεσίας την ιδανική κορύφωση – από ένα σημείο και μετά, του αγωνιώδους κλίματος μέχρι την τραγική κατάληξη που κρατά δέσμιο τον θεατή, και την εξαιρετική απόδοση του πνεύματος του έργου σε όλα τα επίπεδα.
Ένα αποτέλεσμα για το οποίο βεβαίως αξίζουν εύσημα στους δύο θαυμάσιους ηθοποιούς, τον Γιώργο Βεργούλη και την Αγγέλα Μπολέτση, για τις άρτιες, μεστές ερμηνείες τους, οι οποίες απέπνεαν ωριμότητα, εμπειρία και υψηλού επιπέδου επαγγελματισμό, καθώς μόνο με τέτοια προσόντα θα μπορούσαν να αποδοθούν τόσο έντονες συναισθηματικές διακυμάνσεις. Ο Γ. Βεργούλης στον απαιτητικό ρόλο του Ζεράρ, ομολογούμε ότι «κέντησε»! Ξεκινώντας από άνετος, κλασικός γιάπης, πέρασε όλα τα ενδιάμεσα στάδια της σταδιακής καταρράκωσης – από την παραίτηση και απαξίωση μέχρι τον κυνισμό και την τρέλα, με απαράμιλλη πειστικότητα, φυσικότητα, εσωτερική τραγικότητα, εντυπωσιάζοντας για τον τρόπο που δούλεψε αδιόρατες αλλά καθοριστικές λεπτομέρειες, χαρίζοντας μια ερμηνεία μοναδική! Δεν υποδυόταν κανένα ρόλο, ΗΤΑΝ ο ίδιος ο Ζεράρ! Η Α. Μπολέτση επίσης σε δύσκολο ρόλο με συναισθηματικές μεταπτώσεις, υπήρξε μια εξαιρετική Μάρτα, αποδίδοντας την ηρωίδα της εξίσου με φυσικότητα, απόλυτη αληθοφάνεια, έντονη εκφραστικότητα, συναισθηματισμό, σε μια ερμηνεία αφοπλιστικά αληθινή… Εύγε και στους δύο!
Σε σχέση με τους λοιπούς παράγοντες, αξίζει ακόμα ένα εύγε για τα άφθονα κοστούμια των 12 αλλαγών, καθώς μέσα από τις σταδιακές «μετεξελίξεις» τους με εύστοχες μελετημένες λεπτομέρειες, προβλήθηκαν ξεκάθαρα μέσω και της εμφάνισης οι αλλαγές/αντιθέσεις χαρακτήρων και καταστάσεων. Επαρκές θα χαρακτηρίζαμε το λιτό σκηνικό των δύο καναπέδων, πλαισιωμένο από πολλά επιδαπέδια φωτιστικά, τα οποία λειτούργησαν ιδιαίτερα ατμοσφαιρικά στις αλλαγές φωτισμών για κάθε σκηνή. Το ίδιο ατμοσφαιρικά λειτούργησε και η μουσική με επαναλαμβανόμενο υποβλητικό μοτίβο «μυστηρίου» και είναι αλήθεια ότι θα απολαμβάναμε μεγαλύτερη συμμετοχή.
Αν κάτι παρατηρούσαμε (-), παρότι αντιλαμβανόμαστε τις δεδομένες συνθήκες λόγω πλοκής του έργου, αυτό θα ήταν μια ελαφρά υποτονικότητα στο πρώτο ένα τρίτο περίπου της παράστασης, όπου όλα κυλούν συμβατικά και μετά από τέσσερεις – πέντε σκηνές το ενδιαφέρον εντείνεται ακολουθώντας στην πορεία κατακόρυφη άνοδο. Σε σχέση επίσης με τους νεκρούς χρόνους των αλλαγών, που όπως είπαμε είναι μεν μειονέκτημα αλλά αναπόφευκτο, θεωρούμε ότι θα μπορούσε να κρατηθεί σταθερά η ίδια αλλαγή φωτισμών για την «ενότητα της ταυτότητας», αλλά το μουσικό μοτίβο που επίσης επαναλαμβάνεται πανομοιότυπα, θα μπορούσε ίσως κάποιες στιγμές να ποικίλει, ακολουθώντας επίσης μια κλιμάκωση της έντασης, ώστε να ενισχύει το φορτισμένο κλίμα…
Καταλήγοντας (=) θα πούμε ότι η «ποιότητα» του χειροκροτήματος υπήρξε αδιάψευστος μάρτυρας της αποδοχής. Και πώς αλλιώς, για μια καλοστημένη παράσταση που ανήκει στην κατηγορία του αυθεντικά «καλού θεάτρου», με τη δύναμη ενός έξοχου έργου και δυο άριστων ερμηνειών!
Πίτσα Στασινοπούλου
(Κουλτουρόσουπα // 10 Φεβρουαρίου 2018)